- διακάτοχος
- ος , ον 1. владеющий, обладающий;2. (ο ) владелец, обладатель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακάτοχος — ο (AM διακάτοχος) [διακατέχω] αυτός που έχει υπό την προσωρινή κατοχή του κάτι, συνήθως οικία ή κτήμα και νέμεται τα έσοδα αρχ. μσν. ο κληρονόμος … Dictionary of Greek
διακατόχοις — διακάτοχος holding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)